- καγχάζω
- αμετ.1) хохотать, разражаться смехом; 2) саркастически смеяться
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
καγχάζω — pres subj act 1st sg καγχάζω pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καγχάζω — καγχάζω, κάγχασα βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
καγχάζω — (Α καχάζω και μτγν. τ. καγχάζω) 1. γελώ δυνατά, ηχηρά, χαχανίζω 2. γελώ κοροϊδευτικά, κοροϊδεύω, χλευάζω («ἁπάντων καγχαζόντων γλώσσαις», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται ετυμολογικά πιθ. με το καγχαλῶ] … Dictionary of Greek
καγχάζω — ασα, αμβ. 1. γελώ ηχηρά και πλατιά, χαχανίζω, χασκογελώ. 2. γελώ σαρκαστικά ή περιφρονητικά, χλευάζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καγχάζετε — καγχάζω pres imperat act 2nd pl καγχάζω pres ind act 2nd pl καγχάζω imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καγχαζόντων — καγχάζω pres part act masc/neut gen pl καγχάζω pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καγχάζει — καγχάζω pres ind mp 2nd sg καγχάζω pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καγχάζοντα — καγχάζω pres part act neut nom/voc/acc pl καγχάζω pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καγχάζοντι — καγχάζω pres part act masc/neut dat sg καγχάζω pres ind act 3rd pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καγχάζουσι — καγχάζω pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) καγχάζω pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καγχάσεις — καγχάζω aor subj act 2nd sg (epic) καγχάζω fut ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)